χρυσολατρεία

χρυσολατρεία
η, ΝΜ
η υπέρμετρη αγάπη τού πλούτου, λατρεία για το χρήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + λατρεία (< λατρεύω), πρβλ. ψευδο-λατρεία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρυσολατρία — η, Ν [χρυσολάτρης] χρυσολατρεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”